-
1 πολυ-κύδιστος
πολυ-κύδιστος, auch 2 Endgn, vielgerühmt, hochgepriesen; πολυκυδίστη σοφία, Agath. 49 (IX, 657); πολυκύδιστος ϑεσμοσύνη, 87 (VII, 593).
1 πολυ-κύδιστος
πολυ-κύδιστος, auch 2 Endgn, vielgerühmt, hochgepriesen; πολυκυδίστη σοφία, Agath. 49 (IX, 657); πολυκύδιστος ϑεσμοσύνη, 87 (VII, 593).